εξανάτριχα

εξανάτριχα
και ξανάτριχα (Μ ἐξανάτριχα)
επίρρ. αντίθετα προς τη συνηθισμένη κανονική κατεύθυνση τών τριχών (α. «τὰ βεβαπτισμένα αὐτοῑς νήπια σπογγίζουσιν [οι Βογόμιλοι) ἐξανάτριχα», Ζιγαβην.)
β. «χτένισε τα φρύδια του ξανάστροφα, να φαίνεται αγριεμένος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξανάτριχα — επίρρ. βλ. εξανάτριχα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”